- κακοθρεμμένος
- -η, -οαυτός που δεν έχει τραφεί καλά, ισχνός, αδύνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + θρεμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού τρέφω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοθρεμμένος — η, ο αυτός που δεν τρέφεται καλά, ισχνός, αδύνατος: Όσοι γεννήθηκαν στην Κατοχή είναι κακοθρεμμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακόσιτος — η, ο (Α κακόσιτος, ον) αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός αρχ. 1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος 2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς… … Dictionary of Greek